συγγίγας

συγγίγας
-αντος, ὁ, Α [γίγας, -αντος]
αυτός που είναι γίγαντας παράλληλα με κάποιον άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”